Μιλούσε για τη μανία του Έλληνα για πλουτισμό και τα αποτελέσματά της. «Ήμασταν φτωχοί και ονειρευόμασταν να γίνουμε δημόσιοι υπάλληλοι». Και μετά αφού χορτάσαμε με το πρώτο πιάτο, ήρθε το χρηματιστήριο, οι Financial Times, οι Ολυμπιακοί και «η νοοτροπία μας άλλαξε». Μπουχτίσαμε, σιχτιρίσαμε και θέλαμε να κάψουμε τη Βουλή. Λες και αυτή έφταιξε για όλα. Για το γεύμα που μας έπεσε βαρύ και δεν μπορούμε να χωνέψουμε. Και αντί να ακούσουμε τους σοφούς της Ευρώπης και να αναπτύξουμε «μια νέα κοινωνία που δεν θα διευθύνεται από τους χρηματιστές, όλες αυτές τις νευρικές μαριονέτες που αποφασίζουν για τη ζωή μας χωρίς διαλογισμό και σκέψη», καταλήξαμε άγαρμπα σε έναν δύσκολο πειραματισμό. Και βάλαμε στην εξουσία ό,τι μας έπαιρνε να στριμώξουμε. Λίγο ΠΑΣΟΚ, λίγο ΝΔ, πολύ ΛΑΟΣ.
«Ο εναγκαλισμός από τη σημερινή κυβέρνηση του ΛΑΟΣ», είπε «μου θυμίζει τους ανθρώπους που για να διευρύνουν το διαμέρισμά τους γκρεμίζουν όλους τους εσωτερικούς του τοίχους, συμπεριλαμβανομένων και των τοίχων του καμπινέ. Έχουμε δηλαδή σήμερα κυβέρνηση με καμπινέ. Διευκρινίζεται έτσι και η αποστολή του εκπρόσωπου τύπου της κυβέρνησης, που είναι να τραβάει το καζανάκι».
Από το protagon.gr (της Λίνας Παπαδάκη)…
Επισημάνσεις:
Ο Βασίλης Αλεξάκης είναι ένας σπουδαίος συγγραφέας και ένας γοητευτικός άνθρωπος.
Από το Ταλγκό, στον Ξαφνικό Έρωτα (η ταινία του Τσεμπερόπουλου “σημάδεψε” τα φοιτητικά μας χρόνια) και μετά στην Πρώτη Λέξη, ο “Έλληνας στο Παρίσι” (κατά το Englishman in New York του Sting) -αφού ζει στη γαλλική πρωτεύουσα από το 1968- ταξίδεψε μέσα στις λέξεις. Τις ερωτεύθηκε, ενίοτε παρέμεινε αποκλεισμένος μέσα σ’ αυτές.
Ίσως γι αυτό το λόγο οι απόψεις που κατέθεσε στο Paris Match αν όχι ξενίζουν, δημιουργούν πολλά ερωτηματικά. Όχι γιατί ο Βασίλης Αλεξάκης λέει κάτι προκλητικό. Ακριβώς για τον αντίθετο λόγο.
Αν και θα περίμενε κανείς από τον Αλεξάκη να διατυπώσει λόγο προκλητικό και ανατρεπτικό, διαπιστώνει πως ο ευφυής μέτοικος διαπερνάται από τις γνωστές ισοπεδωτικές Παγκάλειες αντιλήψεις –ίσως να τα λένε, άλλωστε, οι δυό τους όταν ο αντιπρόεδρος επισκέπτεται συχνά πυκνά το αγαπημένο του Παρίσι.
Κρατώντας αρκετές επιφυλάξεις καθώς η άποψη για τις δηλώσεις του Αλεξάκη δεν είναι σφαιρική αλλά βασίζεται στο επαινετικό άρθρο του protagon και δεν προέρχεται από ανάγνωση του κειμένου στο Paris Match ( το γνωστό site, όμως, φημίζεται για την εγκυρότητά του και την …ψυχραιμία του), αισθάνθηκα την ανάγκη να επισημάνω τα εξής:
* Ο συγγραφέας μιλά για “ηθική στην καθημερινή ζωή“, ωσάν να μην υπάρχουν κοινωνικά και άλλα πρότυπα που να διαμορφώνουν τον “κοινό τόπο΄” περί ηθικής. Ωσάν να μην έχουν συμμετοχή στην αντίληψη περί ηθικής, πολιτικοί και διανοούμενοι. Διά πράξεων, ή και δια παραλείψεων. Με την παρουσία τους, δηλαδή, αλλά και με την ελιτίστικη απουσία τους.
* Ο Βασίλης Αλεξάκης εστιάζει την ανάλυσή του για τη νεοελληνική Πολιτεία στο όνειρο “του φτωχού Έλληνα να γίνει δημόσιος υπάλληλος”. Ξεχνά, όμως, πως από τους Μαγρεμπίστας που κατέφθαναν στο Παρίσι τη δεκαετία του ’60 μέχρι τους ανθρακωρύχους του Νιούκαστλ΄και τους Πολωνούς μετανάστες στην Αμερική των αρχών του προηγούμενου αιώνα, “το όνειρο του φτωχού είναι η ασφάλεια”. Ο δημοσιουπαλληλισμός στη μεταχουντική Ελλάδα, όταν, δηλαδή, το Κράτος άρχισε να σχεδιάζει τις υποδομές του και να γίνεται πιο ανοικτό και ελκυστικό, υπήρξε, εκ των πραγμάτων μία ασφαλής λύση. Εκείνο, όμως, που δεν θίγει -καθόλου ή επαρκώς, δεν το γνωρίζω αφού στηρίζομαι στο άρθρο του protagon– καθόλου ο εξαιρετικός συγγραφέας είναι ποιοί είναι οι “παραγωγοί” και “μεταπράτες” αυτής της νοοτροπίας. Το πολιτικό σύστημα, δηλαδή, που μετέβαλλε το Δημόσιο σε ένα περιβάλλον εκλογικής ομηρίας.
* Όταν ο Βασίλης Αλεξάκης λέει “μπουχτίσαμε, σιχτιρίσαμε και θέλαμε να κάψουμε τη Βουλή. Λες κι αυτή έφταιξε για όλα”, προφανώς αγνοεί πως η δημόσια κριτική στην Ελλάδα περιλαμβάνει και την ανοχή- συνενοχή του λαού. Όχι, όμως, στην κατεύθυνση της ισοπεδωτικής αντίληψης του Θ. Πάγκαλου “΄όλοι μαζί τα φάγαμε“. Δυστυχώς, ο Βασίλης Αλεξάκης δείχνει να έχει επηρεαστεί από αυτή την άποψη όταν λέει “αφού χορτάσαμε από το πρωτο πιάτο, ήρθε το Χρηματιστήριο κλπ..”, ή όταν σημειώνει ότι “το γεύμα μας έπεσε βαρύ και δεν χωνέψαμε”.
* Αναζητεί, δε, ευθύνες γιατί δεν ακούσαμε τους “σοφούς” της Ευρώπης για μία “κοινωνία που δεν διευθύνεται από χρηματιστές”. Σε ποιούς και γιατί; Στον κόσμο ή στην πολιτική ελίτ, την Ελληνική, αλλά και τη Γαλλική -που είναι δίπλα του- και επέτρεψε στον Σαρκοζί να ξεπουλήσει στην Μέρκελ και τις διάφορες Goldman Sachs την Ευρώπη που ονειρεύεται και ονειρεύομαστε;
* Κατά τα άλλα σντιλαμβάνομαι και συμφωνώ με τις αναφορές του στην κυβέρνηση- έκτρωμα ΠΑΣΟΚ- ΝΔ- ΛΑΟΣ
Σε όλα αυτά, όμως, υπάρχει και ένα επιμύθιο. Δυστυχώς, χωρίς happy end.
Η ελληνική διανόηση, της ημεδαπής και της αλλοδαπής (όπως ο Βασίλης Αλεξάκης) έχει τις δικές της ογκώδεις ευθύνες για την απουσία της σ’ αυτό που η ίδια επικαλείται ως ανάγκη: τη διαπαιδαγώγηση του πολίτη.
Η ελίτ αυτής της διανόησης συνεργάστηκε με το Κράτος, μοιράσθηκε εξουσία και επιχορηγήσεις και απείχε επιδεικτικά σε όλους σχεδόν τους κοινωνικούς αγώνες. Εγκλεισμένη στον “αυτισμό” του διαφορετικού και επιούσιου, συχνά βοήθησε την εδραίωση των καθεστωτικών απόψεων και (πολιτικών) προτύπων.
Ο Βασίλης Αλεξάκης δεν έχει, ίσως, τέτοιες ευθύνες διότι επέλεξε να απουσιάζει από την μικρή αθηναϊκή γειτονιά της εξουσίας, του κουτσομπολιού και των “αμοιβαίων φιλοφρονήσεων”.
Η γενιά και η πνευματική του ομήγυρις, όμως, έχουν. Και, από έναν τόσο ενδιαφέροντα και κοσμοπολίτη διανοούμενο θα περίμενε κανείς μία πιο βαθιά ανάλυση των κοινωνικών και πολιτικών αιτίων της “συμφοράς” που βιώνει, σήμερα, η Ελλάδα.
Ίσως, την επόμενη φορά…
του Σεραφείμ Π. Κοτρώτσου