Στο πρωτοχρονιάτικο μήνυμά της η Φώφη Γεννηματά διατύπωσε την ευχή “το 2019 μπορεί να είναι η χρονιά μας”. Δεδομένου ότι έχουμε εισέλθει αισίως σε εκλογική χρονιά, η επιθυμία πίσω από την ευχή αναφέρεται προφανώς σε ένα δυναμικό come back. Οι προβλέψεις ποικίλουν: από εκείνη γνωστού κοινοβουλευτικού στελέχους και -παλαιότερα- υποψήφιου αρχηγού που έχει κάνει λόγο για ποσοστό 20% (!!!) μέχρι τους πιο συνετούς που επιδιώκουν μια καλή εμφάνιση με ποσοστό διψήφιο ή σχεδόν διψήφιο, ώστε ως τρίτο κόμμα να επηρεάσουν τις εξελίξεις. Οι δημοσκοπήσεις, ωστόσο, άλλα δείχνουν. Το ΚΙΝ.ΑΛ, ως διάδοχο σχήμα του ΠΑΣΟΚ, παραμένει τελματωμένο σε ποσοστά κοντά σε αυτό που πέτυχε στις προηγούμενες εκλογές –λίγο πάνω από το 6%.
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Ακόμα κι έτσι, όμως, το μεταμοντέρνο ΠΑΣΟΚ του 2019 είναι αναμφίβολα ένα “case study”, η πορεία του οποίου μέσα από ανεξήγητες μεταπτώσεις, ενίοτε και οβιδιακές μεταμορφώσεις, θα καθορίσει τον ευρύτερο χώρο της κεντροαριστεράς και ίσως δώσει κυβερνητικές λύσεις μετά τις επόμενες εκλογές.
Η πρόσφατη δήλωση του γραμματέα Επικοινωνίας Σταμάτη Μαλέλη που απέκλεισε κάθε πιθανότητα μετεκλογικής συνεργασίας “με μια κυβέρνηση-όλεθρος του Κυριάκου Μητσοτάκη με νεοφιλελεύθερη ατζέντα” κρύφτηκε γρήγορα στο αρχείο της Χαριλάου Τρικούπη, μαζί με όλες τις αντιφατικές δηλώσεις των τελευταίων δύο ετών. Από εκείνη που “καλωσόριζε” τον Κυριάκο Μητσοτάκη στην ηγεσία της Ν.Δ επισημαίνοντας πως “τους χωρίζει άβυσσος” έως τα πισωγυρίσματα, τη μία ταύτιση με την αντιπολιτευτική τακτική της αξιωματικής αντιπολίτευσης και την άλλη ανοίγματα στην κεντροαριστερή βάση του ΣΥΡΙΖΑ.
Το μεταμοντέρνο ΠΑΣΟΚ αποτελεί, ωστόσο, μια κατηγορία από μόνο του. Είναι ένα κόμμα με πολλές ηγετικές φιγούρες και στελέχη με σαφή προσωπική στρατηγική που διέπονται από σκληρή αντι-Σύριζα στάση και με μία ισχνή εκλογική βάση εκπαιδευμένη και πιστή σε αντι-Δεξιά λογική.
Προσώρας αυτά συμπυκνώνονται στον ίλιγγο που προκαλούν οι δηλώσεις της επικεφαλής και των στελεχών του. Από τη μία “να φύγουν αυτοί και να μην ξανάρθουν” (στον Σύριζα), και από την άλλη “να μην έρθουν οι άλλοι” (για τη Ν.Δ). Προφανώς και τα δύο δεν μπορούν να συμβούν. Και σε κάθε περίπτωση, η φιλοδοξία του ΚΙΝ.ΑΛ να είναι τρίτο κόμμα, μόνο στο να αναλάβει τη διακυβέρνηση ένα από τα δύο μεγαλύτερα κόμμα μπορεί να κατατείνει. Αυτός είναι ο μοναδικός ρόλος που μπορεί να αποκτήσει η Φώφη Γεννηματά, κι αυτό βέβαια υπό όρους και προϋποθέσεις που δεν έχει ακόμα αποκαλύψει, ακριβώς για να μην βαθύνει ακόμα περισσότερο το χάσμα μεταξύ της ομάδας που το διοικεί και της εκλογικής του βάσης.
Άλλωστε, και τα δύο περνούν εκ των πραγμάτων μέσα από το ερώτημα που δυσκολεύονται να απαντήσουν οι δημοσκοπήσεις σχετικά με το εάν η Ν.Δ -ως κόμμα που διαθέτει (ακόμα) σαφές προβάδισμα- μπορεί να κερδίσει την αυτοδυναμία ή όχι. Στην πρώτη περίπτωση το ΚΙΝ.ΑΛ δεν χρειάζεται στον Κυριάκο Μητσοτάκη παρά μόνο ως “άλλοθι” πλουραλισμού (;). Στην δεύτερη το χρειάζεται για να κυβερνήσει, εν γνώση όλων, όμως, ότι η επανάληψη του μοντέλου του 2013-2014 (μετά την αποχώρηση της ΔΗΜ.ΑΡ του Φώτη Κουβέλη) θα απαξιώσει ακόμα περισσότερο τον μικρό εταίρο ενός τέτοιου σχήματος και θα ενισχύσει τον Σύριζα –εάν υποθέσουμε με βάση ένα τέτοιο σενάριο πως θα βρίσκεται στην αξιωματική αντιπολίτευση.
Κι αυτό διότι μπορεί το παλμαρέ του ΚΙΝ.ΑΛ να είναι γεμάτο αστέρες σε πτώση ή “κομήτες” που αποκτούν λόγο ύπαρξης κηρύσσοντας την αντι-Σύριζα γραμμή, εκείνοι, όμως, που φώναζαν στο τελευταίο συνέδριο “Φώφη γερά, στροφή αριστερά” και οι ψηφοφόροι του που ακόμα κρατούν τα εικονίσματα του Ανδρέα, δεν επιθυμούν μια σύμπραξη με έναν Μητσοτάκη. Πόσο μπορεί να αντέξει ένα πολυτελές κατάστημα που πουλάει πανάκριβο καπνιστό σολομό Νορβηγίας σε μια φτωχογειτονιά, είναι κάτι που μόνο τα στελέχη της Χαριλάου Τρικούπη μπορούν να απαντήσουν. Η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, πάντως, το πλήρωσε αλλά φαίνεται να το έχει καταλάβει. Εξ’ ου και τα ανοίγματα στον Αλέξη Τσίπρα.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η Φώφη Γεννηματά μπορεί να ελπίζει πως το 2019 θα της φέρει το καλύτερο γι αυτήν σενάριο που θα ήταν η αυτοδυναμία της Ν.Δ -ώστε να μην χρειάζεται να μπει στην κυβέρνηση-, ταυτόχρονα, όμως, με την αποδυνάμωση του Σύριζα και ένα ικανοποιητικό ποσοστό για την ίδια. Εάν δεν συμβεί αυτό μπορεί να προκύψουν σημαντικά προβλήματα. Να στηρίξει μια κυβέρνηση της Ν.Δ (κάποιοι το θεωρούν δεδομένο), ή, ακόμα και να τεθεί θέμα ηγεσίας για την ίδια, δεδομένου ότι αρκετοί είναι αυτοί που καραδοκούν.
Με όρους πολιτικής επιβίωσης, από την άλλη, η επικεφαλής του ΚΙΝ.ΑΛ θα μπορούσε να ελπίζει και σε κάτι άλλο. Να προκύψουν μετεκλογικοί συσχετισμοί που θα δικαιολογούσαν αυτό που περιέγραψε ο Σταμάτης Μαλέλης, συμπληρώνοντας ότι “σε μια τέτοια περίπτωση, ας πάμε σε νέες εκλογές, δεν τις φοβόμαστε”.
Ακόμα κι αν ειπώθηκε σε κατάσταση επικοινωνιακού οίστρου και τεχνητής αυτοπεποίθησης, ίσως προδίδει την προσδοκία ορισμένων. Κι αυτό διότι -πάντοτε ιχνηλατώντας σε μια terra incognitta- μια τέτοια νέα αναμέτρηση θα διεξαχθεί με απλή αναλογική. Εκεί, η κοινοβουλευτική δύναμη του ΚΙΝ.ΑΛ θα αποτυπωθεί πιθανότατα με ευνοϊκότερους όρους και το παιχνίδι θα ανοίξει…