Ο Φρανσουά Ολάντ δηλώνει στον Αλέξη Παπαχελά (στην Καθημερινή) πως το καλοκαίρι του 2015 η Άγκελα Μέρκελ ετοίμαζε plan B για την έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη μετά την άκρως επώδυνη περίοδο του πρώτου εξαμήνου που ταυτίστηκε με την διαπραγμάτευση του Γιάνη Βαρουφάκη. Και, από το συνέδριο του SPD, ο Έλληνας πρωθυπουργός σε μία στιγμή αυτοκριτικής παραδέχθηκε πως ο συγκεκριμένος κίνδυνος ήταν, όντως, υπαρκτός και γι αυτό αναγκάστηκε να κάνει τη μεγάλη στροφή προς τον ρεαλισμό.
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
“Σε κάποιους ακουγόταν επαναστατική μία έξοδος από την ευρωζώνη αλλά θα ήταν η ολική καταστροφή”, είπε, χαρακτηριστικά, ενώπιον 2.500 συνέδρων της Γερμανικής Σοσιαλδημοκρατίας ο Αλέξης Τσίπρας.
Γνωστά τα γεγονότα εκείνου του ολέθριου για πολλούς καλοκαιριού που οδήγησαν στην υπογραφή του τρίτου μνημονίου, την αποπομπή Βαρουφάκη, τη διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ και, εν τέλει, στις εκλογές του Σεπτεμβρίου με τη μεγάλη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ. “Βοήθησέ με για να σε βοηθήσω”, δηλώνει ότι είπε τότε στον Αλέξη Τσίπρα ο Φρανσουά Ολάντ και, ως γνωστόν, ο πρώτος τον βοήθησε παίρνοντας την απόφαση να υπαχθεί στην στρατηγική των δανειστών για να αποφύγει τη ρήξη και το Grexit.
Όλα αυτά έχουν αποτυπωθεί στην ιστορία και φαίνεται πως έχουν γίνει ένα μεγάλο μάθημα. Πληρώθηκε ακριβά αυτό το μάθημα; Αναμφισβήτητα ναι. Ελήφθησαν, έκτοτε, τα μηνύματα; Αν κρίνει κανείς από την μετέπειτα πορεία, η απάντηση είναι ξανά καταφατική. Ίσως θα περίμενε κανείς ακόμα πιο γενναία αυτοκριτική αλλά, από την άλλη, το ελληνικό πολιτικό σύστημα δεν είναι εκπαιδευμένο στις “συγγνώμες”. Εδώ, ακόμα και σήμερα, οκτώμισι χρόνια μετά την επίσημη πτώχευση της χώρας και την υπαγωγή στη δίνη των μνημονίων, οι πρωταίτιοι της ιστορικής καταστροφής δεν έχουν αναλάβει ούτε ψήγμα της πολιτικής τους ευθύνης.
Η παρουσία του Αλέξη Τσίπρα στο συνέδριο του SPD έχει, ωστόσο, μεγάλη αξία. Πέραν της εμπέδωσης της στροφής του προς τον ρεαλισμό συνοδεύεται και από μία μετριοπαθέστερη ματιά στον ριζοσπαστισμό της πρώϊμης περιόδου του ΣΥΡΙΖΑ και, αναμφίβολα, σε μία νέα ανάγνωση σχετικά με τη θέση της χώρας στους ευρωπαϊκούς θεσμούς.
Αν και σε ελεύθερη πτώση, το μεγαλύτερο και ισχυρότερο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα της Ευρώπης προσκάλεσε τον Αλέξη Τσίπρα, όχι μόνο για να του δώσει την ευκαιρία να υλοποιήσει τη στροφή αυτή αλλά, πρωτίστως, για να μπορέσει εκείνο να αξιοποιήσει την ακτινοβολία του. “Ένας αριστερός με ευρωπαϊκή προσήλωση μαζί μας”, θα μπορούσε να είναι το σλόγκαν του συνεδρίου του SPD. Και εάν προσθέσει κανείς και την παρουσία του Αντόνιο Κόστα που επιτυχώς συνεργάζεται στην Πορτογαλία με το Αριστερό Μπλοκ, δημιουργούνται συνθήκες για την αναζήτηση της χαμένης τιμής της σοσιαλδημοκρατίας.
Μεταξύ των συνέδρων του SPD ακούστηκαν αρκετές φορές αυτό το Σαββατοκύριακο οι λέξεις “Πασοκοποίηση” (pasokification) και Σρέντερ. Για τους Γερμανούς σοσιαλδημοκράτες αυτά τα δύο πάνε μαζί. Η ακραία φιλελεύθερη πολιτική του Γκέρχαρντ Σρέντερ (Agenda 2000) και η μακροχρόνια συνεργασία -με όρους υποταγής- με τους Χριστιανοδημοκράτες και Χριστιανοκοινωνιστές (CDU/GSU) προκάλεσαν την κατάρρευση, όπως ακριβώς συνέβη με το ΠΑΣΟΚ μετά το πρώτο μνημόνιο και, μετά, με τη συνεργασία με τη Ν.Δ στην κυβέρνηση Σαμαρά- Βενιζέλου.
Ο Γενικός Γραμματέας του SPD υπήρξε ειλικρινής στην ομιλία του εξηγώντας την πρόσκληση στον Αλέξη Τσίπρα.
«Είναι ένα σοβαρό μήνυμα”, είπε. “Η Ευρώπη αντιμετωπίζει μια δύσκολη κατάσταση. Οι επικείμενες (ευρω) εκλογές θα είναι οι πιο δύσκολες. Λαϊκιστές και προπαγανδιστές του μίσους προσπαθούν να διχάσουν την Ευρώπη. Σε αυτή την κατάσταση οι αριστερές δυνάμεις έρχονται πιο κοντά. Γι αυτόν το λόγο έχουμε καλέσει τον Αλέξη Τσίπρα. Αυτό δεν σημαίνει ότι συμφωνούμε σε κάθε σημείο, αλλά θέλουμε όμως να οικοδομήσουμε μαζί την Ευρώπη και για αυτό είναι καλό που βρίσκεται εδώ.»
Τα εν οίκω, ωστόσο, μη εν δήμω. Ή, ορθότερα, τα εν Γερμανία και εν Ευρώπη, μη εν Ελλάδι. Το SPD -αλλά και ο Μακρόν, ο Κόστα, πριν ο Ρέντσι και ο Τζεντιλόνι και άλλοι- μπορεί να αξιοποιούν τη “γοητεία” του Αλέξη Τσίπρα, η εγχώρια σοσιαλδημοκρατία, όμως, δεν έχει ανακαλύψει ακόμα τη ρίζα του κακού -pasokification.
Και το Κίνημα Αλλαγής παραμένει, ως εκ τούτου, μετέωρο μεταξύ της εχθρότητας στον ΣΥΡΙΖΑ (που κατέλαβε τον χώρο της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας και ηγεμονεύει) και ενός ιδιότυπου φλερτ με τη Δεξιά, απότοκο του εγχειρήματος 2012-2014.
Δύο πράγματα, πάντως, είναι βέβαια.
Πρώτον, η δήλωση του Κυριάκου Μητσοτάκη (από το συνέδριο του ΕΛΚ που εξέλεξε ως υποψήφιό του για την προεδρία της Κομισιόν τον Μάνφρεντ Βέμπερ) ότι “ο Τσίπρας είναι ανεπιθύμητος στην Ευρώπη”, στερείται ίχνους πραγματικότητας και μάλλον θα το άκουσε και από το στόμα του Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ στην κατ ιδίαν συνάντησή τους. Ο Έλληνας πρωθυπουργός εξακολουθεί να είναι ένας προνομιακός συνομιλητής για τη Δύση. Που αλλού θα βρούνε, άλλωστε, έναν Αριστερό με τέτοια δεξιοτεχνία στην ανανέωση της ευρωπαϊκής πίστης και με γνώση των γεωπολιτικών ισορροπιών;
Δεύτερον, το δίπολο Τσίπρας- Μητσοτάκης δεν είναι μόνο εγχώριας κατανάλωσης. Εάν κρίνει κανείς από την θερμή υποδοχή που επιφύλαξαν αρκετοί του ΕΛΚ στον πρόεδρο της Ν.Δ καταλήγει στο συμπέρασμα πως και η ευρωπαϊκή Δεξιά έχει ανάγκη από νέα πρόσωπα για να εξωραϊσει την βιτρίνα της. Η Μέρκελ βρίσκεται σε πτώση, ο Όρμπαν είναι εκτός ευρωπαϊκών προδιαγραφών, ο Κουρτς φλερτάρει με την ακροδεξιά και άλλο “φρέσκο” πρόσωπο δεν υπάρχει.
Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, η ελληνική πολιτική σκηνή με την αντιπαράθεση του πρωθυπουργού με τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης αποκτά χαρακτηριστικά μιας πανευρωπαϊκού ενδιαφέροντος πολιτικής δοκιμής. Ασχέτως του ποιος εκ των δύο θα επικρατήσει στις επόμενες εθνικές εκλογές, τα πολιτικά μοντέλα που εκφράζουν μεταφράζονται σε μια ευρωπαϊκή μάχη μεταξύ μιας σοσιαλδημοκρατίας που επιχειρεί να αναγεννηθεί και να αποκτήσει κοινωνικό πρόταγμα και μιας δεξιάς που επιδιώκει να “ανακαινισθεί”.
Όσο για το ΚΙΝ.ΑΛ αργά ή γρήγορα θα αναγκαστεί να λάβει θέση σε αυτή τη μάχη και να επιλέξει κατεύθυνση. Το SPD δείχνει το δρόμο με μια ολοφάνερη στροφή προς τα Αριστερά. Η Φώφη Γεννηματά είναι εξαιρετικά δύσκολο να ακολουθήσει αυτή την κατεύθυνση παρότι η εκλογική της βάση το φωνάζει. Οι αποφάσεις θα ληφθούν, πιθανότατα, σε μετεκλογικό χρόνο. Μάλλον, όμως, με σαφώς δυσμενέστερους όρους για την ίδια. Μπορεί, από την άλλη, να την σώσει η…απλή αναλογική. Αυτή που τώρα αποστρέφεται.