Εκείνο που προκάλεσε την μεγαλύτερη αίσθηση ήταν η άτεγκτη επανάληψη του «σκληρού κανόνα» του Βερολίνου, τον οποίο πρέπει να ακολουθήσει η Αθήνα για την επίτευξη συμφωνίας. Ενός κανόνα που μοιάζει να αποδυναμώνει τις όποιες προσδοκίες της ελληνικής πλευράς για πολιτική επίλυση των διαφορών που παραμένουν σε θέματα «αγκάθια».
Σε αυτό το πλαίσιο, ο κ. Σόιμπλε δεν επανέφερε απλώς όλη την γκάμα των εκκρεμών ζητημάτων της εν εξελίξει διαπραγμάτευσης -το συνταξιοδοτικό σύστημα ή τις εργασιακές σχέσεις- επιβεβαιώνοντας τη διάσταση μεταξύ Αθήνας και εταίρων. Μίλησε και για μικρή πρόοδο σε ζητήματα όπως τη μείωση του κόστους διοίκησης που -όπως είπε- «έχει να κάνει και με το προσωπικό», παρατήρησε ότι συνεχίζει να αποτελεί πρόβλημα, το γεγονός ότι οι Ελληνες υπουργοί θέλουν να μιλούν μόνο με υπουργούς και όχι με τεχνικά κλιμάκια, ενώ αναφορικά με την πρόοδο στο ζήτημα των ιδιωτικοποιήσεων, δήλωσε πως η Αθήνα απλώς διόρθωσε μια υπαναχώρηση.
Ο σκληρός «νόμος» του κ. Σόιμπλε αναφορικά με το πως μπορεί να κλείσει η διαπραγμάτευση φαίνεται ότι περιλαμβάνει τρία συγκεκριμένα βήματα:
1. Συμφωνία σε επίπεδο των τεχνικών κλιμακίων για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης γεγονός που προϋποθέτει συνολικό πακέτο μεταρρυθμίσεων
2. Συζήτηση και έγκριση από τους υπουργούς Οικονομικών της Ευρωζώνης στο Eurogroup
3. Εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων από την ελληνική πλευρά.
Τότε και μόνο τότε δύναται -κατά τον κ. Σόιμπλε- να εκταμιευθεί το εναπομείναν ποσό των 7,2 δισ. από τους εταίρους, αλλά και να παύσει το μαρτύριο της σταγόνας στην παροχή ρευστότητας στις ελληνικές τράπεζες μέσω ELA ή να αυξηθεί το όριο έκδοσης εντόκων γραμματίων.